- Λαρίσης
- Λᾱρί̱σης , Λάρισαcitadelfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λαρίσης, νομός — Διοικητική διαίρεση (5.555 τ. χλμ., 279.305 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας, στο βορειοανατολικό της τμήμα. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Πιερίας και Κοζάνης, στα Δ με τους νομούς Γρεβενών, Τρικάλων και Καρδίτσης, στα Ν με τους νομούς Φθιώτιδος… … Dictionary of Greek
Λαρίσης, επαρχία — Παλαιότερη διοικητική διαίρεση (1.563 τ. χλμ.) του νομού Λαρίσης με πρωτεύουσα τη Λάρισα. Βλ. λ. Λαρίσης, νομός … Dictionary of Greek
Larisa — Gemeinde Larisa Δήμος Λαρισαίων (Λάρισα) … Deutsch Wikipedia
Ιγνάτιος — I (Κωνσταντινούπολη 798; – 877). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (846 858, 867 877) και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν γιος του αυτοκράτορα Μιχαήλ A’ του Ραγκαβέ και το κοσμικό όνομά του ήταν Νικήτας. Δέχτηκε το μοναχικό σχήμα σε ηλικία… … Dictionary of Greek
Καλλιθέα — Ονομασία σαράντα οικισμών. 1. Πόλη (υψόμ. 25 μ., 109.609 κάτ.) του νομού Αττικής. Ανήκει στο πολεοδομικό συγκρότημα της πρωτεύουσας, της οποίας ουσιαστικά αποτελεί προάστιο. Βρίσκεται σε απόσταση 5 χλμ. ΝΔ του κέντρου της Αθήνας. Αποτελεί τον… … Dictionary of Greek
ВИССАРИОН — [греч. Βησσαρίων] (ок. 1490 1540/41), свт., митр. Ларисский (1520 1541) (пам. греч. 15 сент.). Род. в благочестивой семье среднего достатка в мест. Мегалон Пилон (Μεγάλων Πυλῶν, т. е. Великих врат; совр. Пили) в Фессалии. С отроческих лет стал… … Православная энциклопедия
Όλυμπος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αυλητής, ραψωδός και ποιητής, που έζησε πριν από τον Τρωικό πόλεμο. Του αποδίδεται η εφεύρεση της αυλητικής ή η διάδοση της στην Ελλάδα. 2. Ό. ο Νεότερος. Αυλητής από τη Μυσία, που έζησε κατά πάσα πιθανότητα τον… … Dictionary of Greek
Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… … Dictionary of Greek
διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… … Dictionary of Greek
ευαγγελισμός — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 139 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καρυστίας του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Καφηρέως. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ.,… … Dictionary of Greek